Not a surprise: Greek βό(ι)δι vo(i)ði is used to refer primarily to someone unmannered or dull.
Per the Triantafyllidis dictionary:
2. (μτφ.) μειωτικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο: α. αργόστροφο· βλάκας: Είναι ~, δεν καταλαβαίνει τίποτα. ΦΡ σαν το ~ στο παχνί*. β. άξεστο, αγροίκο, αναίσθητο· ζώο: Mε πάτησε κι ούτε συγγνώμη δεν είπε, το ~. γ. παχύσαρκο: Έγινε (σαν) ~ από το πάχος.
(metaphor) a contemptuous or insulting description of a person who is (a) slow, stupid: “He’s an ox, he understands nothing; like an ox at the trough”; (b) uncouth, insensitive: “He stepped on me and didn’t even apologise; what an ox”; (c) obese: “he so obese, he’s like an ox”.