I’m turning 45 in a month, actually; but this Cretan song I heard in my youth has been haunting me since I turned forty. I even had the first verse of it as my Skype mood message for a fair while.
Άχι και σαραντάρισα, δεν κάνω μπλιο γι’ αγάπες
και μου ’ρχεται να τροζαθώ και να γλακώ στσι στράτες.
Γιατροί μου απαγορεύουνε, μα λεν το κι οι γι-ανθρώποι:
ξέχασε κειανά που ’κανες και τη ζωή την πρώτη.
Μην παίζω μπλιο, μην τραγουδώ, μην ξενυχτώ τα βράδυα.
Να πάψω να τσιλιπουρδώ στσ’ αυλές και στα σκοτάδια.
Ρακί, κρασί μην ξαναπιώ, τσιγάρω μην καπνίσω,
Μηδέ το μήνα μια φορά να μην ξαναγλεντίσω,
και προπαντός τα όμορφα μην τα λοξοκοιτάζω.
Χώρες χωριά και γειτονιές απού ’κραζα μην κράζω.
Και λέω ίντα θα γενώ, και τρέμει η ψυχή μου.
Σαν του χοχλιού το κέρατο εζάρωσε η χολή* μου.
Μα συλλογούμαι ίντα θα πεις Σαββάτο γή Δευτέρα,
και συνταγές και γιατρικά θα τα πετάξω πέρα,
και από τσι χάρες τση ζωής τσι πλια όμορφες θα πάρω,
να αφήσω αποδιαλέουρα στον κερατά το Χάρο.
Alas I’m forty, fit no more for love.
I feel like running crazy down the streets.
The doctors ban me, people say so too:
forgot what you once did, and your past life.
Don’t play no more, don’t sing, don’t stay up late.
Don’t hang around in courtyards and dark corners.
No wine, no brandy, no more cigarettes,
don’t have a party even once a month,
and never steal a glance at pretty girls.
Stop haunting towns and neighbourhoods I’d haunted.
What’s to become of me? My soul, it shivers.
Like a snail feeler my gall bladder* shrivels.
I wonder what you’ll think come Saturday,
when I throw all my scripts and pills away.
I’ll sample all the best life has to give.
The leftovers—that bastard Death can have.
*Censored from ψωλή “dick”.